- δικρανωτός
- -ή, -όδικρανώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκρανο + -ωτός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικρανωτός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα δίκρανου, διχαλωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαλμός — (I) ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus… … Dictionary of Greek